Δείτε επίσης: ίνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ίνα οι -ίνες
      γενική της -ίνας των -ίνων
    αιτιατική τη(ν) -ίνα τις -ίνες
     κλητική -ίνα -ίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίνα< (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ίνα < λατινική -ina θηλυκή κατάληξη ονομάτων < αρσενικό -inus[1]
για τις χημικές ενώσεις < (άμεσο δάνειο) ιταλική -ina < λατινική -ina

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ί‐να

  Επίθημα επεξεργασία

-ίνα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ίν αἱ -ίναι
      γενική τῆς -ίνης τῶν -ινῶν
      δοτική τῇ -ίν ταῖς -ίναις
    αιτιατική τὴν -ίνᾰν τὰς -ίνᾱς
     κλητική ! -ίν -ίναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ίν
γεν-δοτ τοῖν  -ίναιν
-ῖνα αν το γιώτα είναι μακρό, όπως Παυλῖνα
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίνα < λατινική -ina θηλυκή κατάληξη δανεισμένων γυναικείων ονομάτων < αρσενικό -inus[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-ίνα αν το γιώτα είναι βραχύ ή -ῖνα αν το γιώτα είναι μακρό θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία