Παυλῖνα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Παυλῖνᾰ | αἱ | Παυλῖναι | ||||
γενική | τῆς | Παυλίνης | τῶν | Παυλινῶν | ||||
δοτική | τῇ | Παυλίνῃ | ταῖς | Παυλίναις | ||||
αιτιατική | τὴν | Παυλῖνᾰν | τὰς | Παυλίνᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Παυλῖνᾰ | Παυλῖναι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Παυλίνᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Παυλίναιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παυλῖνα < (άμεσο δάνειο) λατινική Paulina. Μορφολογικά, Παυλῖν(ος) + -α < Παῦλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαυλῖνα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Παυλῖνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Παυλῖνα - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012