ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Παυλῖν αἱ Παυλῖναι
      γενική τῆς Παυλίνης τῶν Παυλινῶν
      δοτική τῇ Παυλίν ταῖς Παυλίναις
    αιτιατική τὴν Παυλῖνᾰν τὰς Παυλίνᾱς
     κλητική ! Παυλῖν Παυλῖναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Παυλίν
γεν-δοτ τοῖν  Παυλίναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παυλῖνα < (άμεσο δάνειο) λατινική Paulina. Μορφολογικά, Παυλῖν(ος) + < Παῦλος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παυλῖνα θηλυκό