Παυλίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παυλίνα | οι | Παυλίνες |
γενική | της | Παυλίνας | των | Παυλίνων |
αιτιατική | την | Παυλίνα | τις | Παυλίνες |
κλητική | Παυλίνα | Παυλίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παυλίνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Paulina < λατινική Paulina, θηλυκό του Paulinus, υποκοριστικό του Paulus < paulus (μικρός) < πρωτοϊταλική *paurelos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *péh₂uros < *peh₂w- (λίγος, μικρός)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαυλίνα θηλυκό