Πόλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πόλα | οι | Πόλες |
γενική | της | Πόλας | — | |
αιτιατική | την | Πόλα | τις | Πόλες |
κλητική | Πόλα | Πόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πόλα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Παύλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πόλα
|