Παύλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παύλος | οι | Παύλοι |
γενική | του | Παύλου | των | Παύλων |
αιτιατική | τον | Παύλο | τους | Παύλους |
κλητική | Παύλο & Παύλε |
Παύλοι | ||
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Παύλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Παῦλος < λατινική Paulus < paulus (μικρός) < πρωτοϊταλική *paurelos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *péh₂uros < *peh₂w- (λίγος, μικρός)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpa.vlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παύ‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Παύλος αρσενικό (θηλυκό Παυλίνα ή Πωλίνα)
- ανδρικό όνομα
- ⮡ ο απόστολος Παύλος (5-15 έως 66-68 μ.Χ.)
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου, στον ενικό) ελληνική ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στα νησιά του Ιονίου και παράγει λευκό κρασί
- χωριό της Βοιωτίας
Συγγενικά
επεξεργασία- Παυλάκης (χαϊδευτικό)
- Παυλάρας (οικείο)
- Παυλιώτης, Παυλιώτισσα
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Παύλος' στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Παύλος
|