Παῦλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Παῦλος | οἱ | Παῦλοι | ||||
γενική | τοῦ | Παύλου | τῶν | Παύλων | ||||
δοτική | τῷ | Παύλῳ | τοῖς | Παύλοις | ||||
αιτιατική | τὸν | Παῦλον | τοὺς | Παύλους | ||||
κλητική ὦ! | Παῦλε | Παῦλοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Παύλω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Παύλοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠαῦλος < (άμεσο δάνειο) λατινική Paulus < paulus (μικρός) < πρωτοϊταλική *paurelos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂uros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂w- (λίγος, μικρός)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαῦλος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή) (θηλυκό Παῦλα)
- ανδρικό όνομα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Πράξεις των Αποστόλων, 13, 9-10
- Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος, πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου καὶ ἀτενίσας πρὸς αὐτὸν εἶπεν.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Παῦλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.