ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀγριππίν αἱ Ἀγριππίναι
      γενική τῆς Ἀγριππίνης τῶν Ἀγριππινῶν
      δοτική τῇ Ἀγριππίν ταῖς Ἀγριππίναις
    αιτιατική τὴν Ἀγριππίνᾰν τὰς Ἀγριππίνᾱς
     κλητική ! Ἀγριππίν Ἀγριππίναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀγριππίν
γεν-δοτ τοῖν  Ἀγριππίναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀγριππίνα < (άμεσο δάνειο) λατινική Agrippina, θηλυκό του Agrippinus

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀγριππίνα θηλυκό