Ἀγριππίνα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀγριππίνᾰ | αἱ | Ἀγριππίναι | ||||
γενική | τῆς | Ἀγριππίνης | τῶν | Ἀγριππινῶν | ||||
δοτική | τῇ | Ἀγριππίνῃ | ταῖς | Ἀγριππίναις | ||||
αιτιατική | τὴν | Ἀγριππίνᾰν | τὰς | Ἀγριππίνᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Ἀγριππίνᾰ | Ἀγριππίναι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀγριππίνᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀγριππίναιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀγριππίνα < (άμεσο δάνειο) λατινική Agrippina, θηλυκό του Agrippinus
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈγριππίνα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀγριππίνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.