γεράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεράκι | τα | γεράκια |
γενική | του | γερακιού | των | γερακιών |
αιτιατική | το | γεράκι | τα | γεράκια |
κλητική | γεράκι | γεράκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεράκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γεράκιν < ἱεράκιον < αρχαία ελληνική ἱέραξ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεράκι ουδέτερο
- (πτηνό) γενική ονομασία αρπαχτικών ημερόβιων πτηνών με γαμψά νύχια και ράμφος, μακριές φτερούγες και οξύτατη όραση
- (μεταφορικά) ο φιλοπόλεμος αξιωματούχος
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γεράκι στη Βικιπαίδεια