πτηνό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πτηνό | τα | πτηνά |
γενική | του | πτηνού | των | πτηνών |
αιτιατική | το | πτηνό | τα | πτηνά |
κλητική | πτηνό | πτηνά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πτηνό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτηνόν από την έκφραση «τὰ πτηνά» < πτηνός (αυτός που πετάει, ιπτάμενος)[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ptiˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτη‐νό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτηνό ουδέτερο
- (λόγιο) μέλος της ομοταξίας Πτηνά (Aves), λόγιο συνώνυμο για το πουλί
- ⮡ οι Νήσοι των Πτηνών είναι τα νησιά Άβες (Aves) και το ομώνυμο αρχιπέλαγος στην Καραϊβική.
- ≈ συνώνυμα: πουλί, πετούμενο
- → δείτε Κατηγορία:Πτηνά (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πτηνό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πετώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.