Δείτε επίσης: πτερό

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πτερόν τὰ πτερᾰ́
      γενική τοῦ πτεροῦ τῶν πτερῶν
      δοτική τῷ πτερ τοῖς πτεροῖς
    αιτιατική τὸ πτερόν τὰ πτερᾰ́
     κλητική ! πτερόν πτερᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτερώ
γεν-δοτ τοῖν  πτεροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτερόν, ήδη ομηρικό < θέμα πτε- (μεταπτωτική βαθμίδα του πετ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- όπως στο πέτομαι) + -ρόν. Συγγενή: κοινή νεοελληνική φτερό, αγγλική feather, γερμανική Feder.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτερόν ουδέτερο

  1. (ορνιθολογία) φτερό
  2. πτερύγιο
  3. οτιδήποτε φτερωτό
  4. (αρχιτεκτονική) εξωτερικό περιστύλιο σε πλευρά ναού με σειρά κιόνων

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα πτε-

-πτερος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πτερος στο Βικιλεξικό

άλλα θέματα → δείτε  πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-

για θέμα πετα- δείτε πετάννυμι

  Αναφορές επεξεργασία

  1. φτερό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία