Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πτέρωσῐς αἱ πτερώσεις
      γενική τῆς πτερώσεως τῶν πτερώσεων
      δοτική τῇ πτερώσει ταῖς πτερώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πτέρωσῐν τὰς πτερώσεις
     κλητική ! πτέρωσῐ πτερώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτερώσει
γεν-δοτ τοῖν  πτερωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτέρωσις < πτερόω + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτέρωσις θηλυκό

  1. το πτέρωμα
  2. η τοποθέτηση φτερών σε βέλος
  3. (ελληνιστική σημασία,ιατρική) εξάρτημα χειρουργικού εργαλείου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία