πτέρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτέρωμα < αρχαία ελληνική πτέρωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτέρωμα ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του φτέρωμα
- η πτεροφυΐα
- (ειδικότερα) φτέρωμα βέλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία πτέρωμα
|
πτέρωμα ουδέτερο
|