↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτεροφυΐα οι πτεροφυΐες
      γενική της πτεροφυΐας των πτεροφυϊών
    αιτιατική την πτεροφυΐα τις πτεροφυΐες
     κλητική πτεροφυΐα πτεροφυΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτεροφυΐα < πτερόν + φύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτεροφυΐα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία