Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φτέρωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φτέρωμα
τα
φτερώμα
τ
α
γενική
του
φτερώμα
τ
ος
των
φτερωμά
τ
ων
αιτιατική
το
φτέρωμα
τα
φτερώμα
τ
α
κλητική
φτέρωμα
φτερώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φτέρωμα
<
αρχαία ελληνική
πτέρωμα
με [pt] > [ft]
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈfte.ɾo.ma
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φτέρωμα
ουδέτερο
ορνιθολoγία
το σύνολο των
φτερών
σε σώμα
πτηνού
ορνιθολογία
το
φύτρωμα
των φτερών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φτέρωμα