φτέρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φτέρωμα < αρχαία ελληνική πτέρωμα με [pt] > [ft]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfte.ɾo.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτέρωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
φτέρωμα
|
φτέρωμα ουδέτερο
|