↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτέρωμα τα φτερώματα
      γενική του φτερώματος των φτερωμάτων
    αιτιατική το φτέρωμα τα φτερώματα
     κλητική φτέρωμα φτερώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φτέρωμα < αρχαία ελληνική πτέρωμα με [pt] > [ft]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfte.ɾo.ma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φτέρωμα ουδέτερο

  1. ορνιθολoγία το σύνολο των φτερών σε σώμα πτηνού
  2. ορνιθολογία το φύτρωμα των φτερών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία