περίπτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίπτερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίπτερος [1] < περί- + -πτερος < αρχαία ελληνική πτερόν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈɾi.pte.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐πτε‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαπερίπτερος, -η, -ο [2]
- (αρχιτεκτονική) (κτίσμα) που τριγύρω του έχει κίονες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- περίπτερο & συγγενικά
→ και δείτε τις λέξεις περί, φτερό και πετάω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περίπτερος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περίπτερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | περίπτερος | τὸ | περίπτερον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | περιπτέρου | τοῦ | περιπτέρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | περιπτέρῳ | τῷ | περιπτέρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | περίπτερον | τὸ | περίπτερον | ||
κλητική ὦ! | περίπτερε | περίπτερον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | περίπτεροι | τὰ | περίπτερᾰ | ||
γενική | τῶν | περιπτέρων | τῶν | περιπτέρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | περιπτέροις | τοῖς | περιπτέροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | περιπτέρους | τὰ | περίπτερᾰ | ||
κλητική ὦ! | περίπτεροι | περίπτερᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιπτέρω | τὼ | περιπτέρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιπτέροιν | τοῖν | περιπτέροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περίπτερος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περί- + -πτερος < πτερόν < πέτομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)
Επίθετο
επεξεργασίαπερίπτερος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που πετάει τριγύρω
- (αρχιτεκτονική) περίστυλο κτίριο (όπως ναός), περίπτερος
Πηγές
επεξεργασία- περίπτερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.