κάτοψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάτοψη | οι | κατόψεις |
γενική | της | κάτοψης* | των | κατόψεων |
αιτιατική | την | κάτοψη | τις | κατόψεις |
κλητική | κάτοψη | κατόψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατόψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάτοψη < κατ- + όψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάτοψη θηλυκό
- η εικόνα ενός αντικειμένου από ψηλά
- (αρχιτεκτονική) το σχέδιο που αναπαριστά σε οριζόντια τομή ένα οικοδόμημα, ένα μηχάνημα, μια κατασκευή κ.λπ.