περίπτερον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
περίπτερον (ελληνιστική κοινή)
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του περίπτερος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περίπτερος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: περίπτερο