περίπτερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίπτερο < ελληνιστική κοινή περίπτερον, ουδέτερο του περίπτερος < περί + αρχαία ελληνική πτερόν ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική kiosque)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈɾi.pte.ɾo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίπτερο ουδέτερο
- μικρό στεγασμένο κατάστημα σε πεζοδρόμιο που πουλάει διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσης
- στεγασμένο κτίσμα σε κήπο που περιβάλλεται από κολονάκια
- ξεχωριστό προσωρινό κτίσμα εταιρείας ή οργάνωσης σε έκθεση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- περιπτεράκι
- περιπτεράς
- περίπτερος
- περιπτερού
- περιπτερούχος
- → δείτε τις λέξεις περί, φτερό και πετώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- περίπτερο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία περίπτερο
|