kiosko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kiosko | kioskoj |
αιτιατική | kioskon | kioskojn |
kiosko (eo)
- το περίπτερο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kiosko | kioskoj |
αιτιατική | kioskon | kioskojn |
kiosko (eo)