κιόσκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιόσκι | τα | κιόσκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κιόσκι | τα | κιόσκια |
κλητική | κιόσκι | κιόσκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακιόσκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κιόσκιον < τουρκική köşk < περσική کوشک (kušk) παλάτι, έπαυλη)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιόσκι ουδέτερο
- το περίπτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.