έπαυλη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έπαυλη | οι | επαύλεις |
γενική | της | έπαυλης & επαύλεως |
των | επαύλεων |
αιτιατική | την | έπαυλη | τις | επαύλεις |
κλητική | έπαυλη | επαύλεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έπαυλη < αρχαία ελληνική ἔπαυλις
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έπαυλη θηλυκό
- κατοικία, συνήθως στην εξοχή, με μεγάλη έκταση και πολλά δωμάτια, αλλά όχι απαραίτητα πολυτελής