μέγαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέγαρο | τα | μέγαρα |
γενική | του | μεγάρου & μέγαρου |
των | μεγάρων |
αιτιατική | το | μέγαρο | τα | μέγαρα |
κλητική | μέγαρο | μέγαρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μέγαρο < αρχαία ελληνική μέγαρον < προελληνική ή σημιτικής προέλευσης [1], σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική palazzo[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈme.ɣa.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐γα‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέγαρο ουδέτερο
- το εντυπωσιακό, αρχοντικό σπίτι, μεγάλο σαν παλάτι
- το μεγάλο, επιβλητικό κτίσμα (π.χ. της Βουλής)
- ※ Υπό φλογώδη ήλιον, επί γυμνών πεδίων, / υψούντο μέγαρα χρυσού, αχάτου και μαρμάρουˈ' (Ζαν Μορεάς, Το όνειρόν μου, από την ποιητική συλλογή Τρυγόνες και έχιδναι)
- (αρχαιολογία) η μεγάλη αίθουσα στα μυκηναϊκά ανάκτορα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μέγαρον & μέγαρα - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ μέγαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας