μέγαρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μέγαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- λάκκοι στους οποίους έριχναν μικρά γουρουνάκια κατά τα Θεσμοφόρια
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μάγαρον (άλλη γραφή)
Παράγωγα
επεξεργασία- μεγαρίζω (επισκέπτομαι τα μέγαρα κατά τα Θεσμοφόρια)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
μέγαρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέγαρον
- (ουδέτερο στον πληθυντικό, συχνά στον Όμηρο) παλάτι, μέγαρο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- μέγαρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.