Θεσμοφόρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Θεσμοφόρια | ||
γενική | των | Θεσμοφόριων & Θεσμοφορίων | ||
αιτιατική | τα | Θεσμοφόρια | ||
κλητική | Θεσμοφόρια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θεσμοφόρια < αρχαία ελληνική Θεσμοφόρια < θεσμός (< τίθημι) + φέρω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεσμοφόρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) αρχαία ελληνική γιορτή προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης, που συνδεόταν με την ευφορία της γης και τον κύκλο της καλλιέργειάς της
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Θεσμοφόρια