Δήμητρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δήμητρα | οι | Δήμητρες |
γενική | της | Δήμητρας | — | |
αιτιατική | τη | Δήμητρα | τις | Δήμητρες |
κλητική | Δήμητρα | Δήμητρες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.mi.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δή‐μη‐τρα
- τονικό παρώνυμο: Δημητρά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔήμητρα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) θεά της γεωργίας
- γυναικείο όνομα
- (αστρονομία) πλανήτης νάνος μεταξύ του Άρη και του Δία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Δήμητρα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Δήμητρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012