Δείτε επίσης: καλλιεργία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλλιέργεια οι καλλιέργειες
      γενική της καλλιέργειας των καλλιεργειών
    αιτιατική την καλλιέργεια τις καλλιέργειες
     κλητική καλλιέργεια καλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλλιέργεια < ελληνιστική κοινή καλλιεργία με μεταπλασμό κατά τα -έργεια ουσιαστικά < καλλιεργέω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική culture[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.liˈeɾ.ʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐λι‐έρ‐γει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλλιέργεια θηλυκό

  1. η φύτευση, το πότισμα και η γενική φροντίδα φυτών, συνήθως για ανθρώπινη χρήση, ώστε να ευδοκιμούν
    ⮡  οι περισσότεροι αγρότες της περιοχής ασχολούνται με την καλλιέργεια της ροδακινιάς
  2. τόπος στον οποίον συστηματικά καλλιεργούνται φυτά
    ⮡  το κλίμα κάνει τον τόπο ιδανικό για τις ορεινές καλλιέργειες
  3. (μεταφορικά) ενθάρρυνση και υποστήριξη της ανάπτυξης μιας ικανότητας, δεξιότητας, πρακτικής κλπ
    ⮡  ένας σκοπός του μαθήματος είναι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης
    ※  Η μουσική μου καλλιέργεια ξεκίνησε μ' αυτούς τους ήχους στ' αυτιά μου. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  4. (κατ’ επέκταση) η δημιουργία συνθηκών, η λήψη των κατάλληλων μέτρων για την ανάπτυξη κάποιου πράγματος
    ⮡  η καλλιέργεια καλύτερων σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καλλιέργεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.