Δείτε επίσης: μεγαρίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία

Μεγαρίζω < Μέγαρ(α) + -ίζω

Μεγαρίζω

  1. είμαι με το μέρος των Μεγάρων
  2. μιλάω ή συμπεριφέρομαι όπως οι Μεγαρίτες
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)