Δείτε επίσης: μεγαρίζω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μεγαρίζω < Μέγαρ(α) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

Μεγαρίζω

  1. είμαι με το μέρος των Μεγάρων
  2. μιλάω ή συμπεριφέρομαι όπως οι Μεγαρίτες

Κλίση επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία