μεγαρίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαρίζω < μέγαρα και μάγαρα
Ρήμα
επεξεργασίαμεγαρίζω
- αποδίδω τιμές σε θεούς χρησιμοποιώντας την τελετή με τα μέγαρα, κατά την οποία σκότωναν γουρουνάκια και τα έρριχναν σε μεγάλους λάκκους ή χάσματα και στη συνέχεια οι γυναίκες αναλάμβαναν να τα ανασύρουν και να τα αναμίξουν σε λίπασμα επειδή πίστευαν ότι το νεκρό ζώο θα πρόσφερε ευφορία και καρποφορία
- (μεταγενέστερη έννοια) είμαι ειδωλολάτρης και ρυπαρός ή δεν νηστεύω (ο χριστιανισμός απαξίωσε το μεγάρισμα ως ρυπαρή αλλά παρεμπιπτόντως και ανθυγιεινή συνήθεια)