Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανάκτορο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Το ανάκτορο της Κνωσού
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ανάκτορ
ο
τα
ανάκτορ
α
γενική
του
ανακτόρ
ου
&
ανάκτορ
ου
των
ανακτόρ
ων
αιτιατική
το
ανάκτορ
ο
τα
ανάκτορ
α
κλητική
ανάκτορ
ο
ανάκτορ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανάκτορο
<
αρχαία ελληνική
ἀνάκτορον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανάκτορο
ουδέτερο
παλάτι
, κατοικία
βασιλιάδων
πολυτελής κατοικία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανάκτορο
αγγλικά
:
palace
(en)
γαλλικά
:
palais
(fr)
γερμανικά
:
Schloss
(de)
,
Palast
(de)