Ετυμολογία en

επεξεργασία

/ˈɛdɪfɪs/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

edifice (en)

  1. κτήριο, οικοδόμημα
  2. μέλαθρο, επιβλητικό οικοδόμημα
  3. κοσμοθεωρία, ιδεολογικό-φιλοσοφικό-θεωρητικό οικοδόμημα

Συνώνυμα

επεξεργασία