edifice
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία en
επεξεργασία
ύστερα μεσοαγγλικά: edifice < παλαιογαλλικά: aedificium < λατινική:: aedificium < λατινική:: aedis ‘οίκημα’ + λατινική:: facere ‘κάνω’.
Προφορά
επεξεργασία
/ˈɛdɪfɪs/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
edifice (en)
- κτήριο, οικοδόμημα
- μέλαθρο, επιβλητικό οικοδόμημα
- κοσμοθεωρία, ιδεολογικό-φιλοσοφικό-θεωρητικό οικοδόμημα
Συνώνυμα
επεξεργασία- paradigm (κοσμοθεωρία)