Δείτε επίσης: οἰκοδόμημα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οικοδόμημα τα οικοδομήματα
      γενική του οικοδομήματος των οικοδομημάτων
    αιτιατική το οικοδόμημα τα οικοδομήματα
     κλητική οικοδόμημα οικοδομήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.koˈðo.mi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οικοδόμημα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οικοδόμημα ουδέτερο

  1. κτήριο ή άλλο οικοδομικό έργο
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί με μακρόχρονη κοινή συνεισφορά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία