édifice
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
édifice | édifices |
édifice (fr) αρσενικό
- το κτήριο, το οικοδόμημα, το κτίριο, το κτίσμα, το χτίσμα
ενικός | πληθυντικός |
édifice | édifices |
édifice (fr) αρσενικό