βίλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βίλα | οι | βίλες |
γενική | της | βίλας | των | βιλών |
αιτιατική | τη | βίλα | τις | βίλες |
κλητική | βίλα | βίλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βίλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική villa < λατινική villa < *vicula, υποκοριστικό του vicus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wéyḱs (χωριό) (συγγενές με την αρχαία ελληνική οἶκος)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βίλα θηλυκό
- πολυτελής κατοικία, συνήθως παράκτια ή στην εξοχή, με πολλά δωμάτια, αλλά όχι απαραίτητα μεγάλη έκταση