πολυτελής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολυτελής | η | πολυτελής | το | πολυτελές |
γενική | του | πολυτελούς* | της | πολυτελούς | του | πολυτελούς |
αιτιατική | τον | πολυτελή | την | πολυτελή | το | πολυτελές |
κλητική | πολυτελή(ς) | πολυτελής | πολυτελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολυτελείς | οι | πολυτελείς | τα | πολυτελή |
γενική | των | πολυτελών | των | πολυτελών | των | πολυτελών |
αιτιατική | τους | πολυτελείς | τις | πολυτελείς | τα | πολυτελή |
κλητική | πολυτελείς | πολυτελείς | πολυτελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπολυτελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυτελής < πολύς + τέλος, και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική de luxe ή luxueux[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.li.teˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐τε‐λής
Επίθετο
επεξεργασίαπολυτελής, -ής, -ές, , συγκριτικός : πολυτερέστερος, υπερθετικός : πολυτελέστατος, ο πιο πολυτελής, ο πολυτερέστερος
- που χαρακτηρίζεται από πολυτέλεια
Συγγενικά
επεξεργασία- πολυτέλεια
- πολυτελώς
- → δείτε τις λέξεις πολύς και τέλος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυτελής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πολυτελής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας