πολυτέλεια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολυτέλεια < αρχαία ελληνική πολυτέλεια < πολυτελής < πολύς + τέλος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɔ.li.ˈtɛ.li.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολυτέλεια θηλυκό
- η δαπάνη χρηματικών ποσών και η χρήση αντικειμένων και υπηρεσιών πέρα από την κάλυψη των βασικών αναγκών και πάνω από το μέσο βιοτικό επίπεδο
- Απίστευτη πολυτέλεια και μανία με το θεαθήναι. Πισίνα όταν το σπίτι τους είναι 200 μέτρα από τη θάλασσα; Στο Τέξας νομίζει ότι ζει ο άνθρωπος;
- σπατάλη που δεν θεωρείται άμεσα απαραίτητη, περιττό έξοδο
- Ωραίο είναι και το νέο μοντέλο, αλλά μια χαρά είναι και το κινητό που έχεις, δεν είμαστε τώρα για πολυτέλειες
- χλιδή, μεγαλοπρέπεια, πλούτος
- Πήγα στο σπίτι τους και έμεινα άλαλη. Πολυτέλεια να δουν τα μάτια σου! Πού τα βρήκαν τα λεφτά βρε παιδί μου αφού πάντα κλαίγονταν;
- ευχέρεια, άνεση
- Εχει την πολύτέλεια να πηγαίνει διακοπές ένα ολόκληρο μήνα, όπως εμείς οι υπόλοιποι πηγαίναμε μόνο όταν είμαστε παιδιά
- (γενική) πολυτελείας: γενική της ιδιότητας, προσδιοριστική ακριβών προϊόντων και υπηρεσιών ανώτερης ποιότητας
- Σιγά μην αγοράσω κεράσια με 4,80 το κιλό. Κατάντησε και το φρούτο είδος πολυτελείας
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | πολυτέλεια | πολυτελεία | πολυτέλειαι |
Γενική | πολυτελείας | πολυτελείαιν | πολυτελειῶν |
Δοτική | πολυτελείᾳ | πολυτελείαιν | πολυτελείαις |
Αιτιατική | πολυτέλειαν | πολυτελεία | πολυτελείας |
Κλητική | πολυτέλεια | πολυτελεία | πολυτέλειαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολυτέλεια θηλυκό