πολυτέλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυτέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυτέλεια (σπατάλη) < πολυτελής < πολυ- + -τελής (τέλος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.liˈte.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐τέ‐λει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυτέλεια θηλυκό
- η δαπάνη χρηματικών ποσών και η χρήση αντικειμένων και υπηρεσιών πέρα από την κάλυψη των βασικών αναγκών και πάνω από το μέσο βιοτικό επίπεδο
- ↪ Απίστευτη πολυτέλεια και μανία με το θεαθήναι. Πισίνα όταν το σπίτι τους είναι 200 μέτρα από τη θάλασσα; Στο Τέξας νομίζει ότι ζει ο άνθρωπος;
- σπατάλη που δεν θεωρείται άμεσα απαραίτητη, περιττό έξοδο
- ↪ Ωραίο είναι και το νέο μοντέλο, αλλά μια χαρά είναι και το κινητό που έχεις, δεν είμαστε τώρα για πολυτέλειες.
- χλιδή, μεγαλοπρέπεια, πλούτος
- ↪ Πήγα στο σπίτι τους και έμεινα άλαλη. Πολυτέλεια να δουν τα μάτια σου! Πού τα βρήκαν τα λεφτά βρε παιδί μου αφού πάντα κλαίγονταν;
- ευχέρεια, άνεση
- ↪ Εχει την πολύτέλεια να πηγαίνει διακοπές ένα ολόκληρο μήνα, όπως εμείς οι υπόλοιποι πηγαίναμε μόνο όταν είμαστε παιδιά.
- (γενική της ιδιότητας πολυτελείας), προσδιοριστική ακριβών προϊόντων και υπηρεσιών ανώτερης ποιότητας
- ↪ Σιγά μην αγοράσω κεράσια με 4,80 το κιλό. Κατάντησε και το φρούτο είδος πολυτελείας.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πολυτέλεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πολυτέλεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολυτέλειᾰ | αἱ | πολυτέλειαι |
γενική | τῆς | πολυτελείᾱς | τῶν | πολυτελειῶν |
δοτική | τῇ | πολυτελείᾳ | ταῖς | πολυτελείαις |
αιτιατική | τὴν | πολυτέλειᾰν | τὰς | πολυτελείᾱς |
κλητική ὦ! | πολυτέλειᾰ | πολυτέλειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυτελείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυτελείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυτέλεια < πολυτελ(ής) + -εια. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + -τέλεια. → δείτε πολύς + -τελής (τέλος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυτέλεια, -ας θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πολυτέλεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολυτέλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.