πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυτέλεια οι πολυτέλειες
      γενική της πολυτέλειας
& πολυτελείας
των πολυτελειών
    αιτιατική την πολυτέλεια τις πολυτέλειες
     κλητική πολυτέλεια πολυτέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυτέλεια θηλυκό

  1. η δαπάνη χρηματικών ποσών και η χρήση αντικειμένων και υπηρεσιών πέρα από την κάλυψη των βασικών αναγκών και πάνω από το μέσο βιοτικό επίπεδο
      Απίστευτη πολυτέλεια και μανία με το θεαθήναι. Πισίνα όταν το σπίτι τους είναι 200 μέτρα από τη θάλασσα; Στο Τέξας νομίζει ότι ζει ο άνθρωπος;
  2. σπατάλη που δεν θεωρείται άμεσα απαραίτητη, περιττό έξοδο
      Ωραίο είναι και το νέο μοντέλο, αλλά μια χαρά είναι και το κινητό που έχεις, δεν είμαστε τώρα για πολυτέλειες.
  3. χλιδή, μεγαλοπρέπεια, πλούτος
      Πήγα στο σπίτι τους και έμεινα άλαλη. Πολυτέλεια να δουν τα μάτια σου! Πού τα βρήκαν τα λεφτά βρε παιδί μου αφού πάντα κλαίγονταν;
  4. ευχέρεια, άνεση
      Εχει την πολύτέλεια να πηγαίνει διακοπές ένα ολόκληρο μήνα, όπως εμείς οι υπόλοιποι πηγαίναμε μόνο όταν είμαστε παιδιά.
  5. (γενική της ιδιότητας πολυτελείας), προσδιοριστική ακριβών προϊόντων και υπηρεσιών ανώτερης ποιότητας
      Σιγά μην αγοράσω κεράσια με 4,80 το κιλό. Κατάντησε και το φρούτο είδος πολυτελείας.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολυτέλει αἱ πολυτέλειαι
      γενική τῆς πολυτελείᾱς τῶν πολυτελειῶν
      δοτική τῇ πολυτελεί ταῖς πολυτελείαις
    αιτιατική τὴν πολυτέλειᾰν τὰς πολυτελείᾱς
     κλητική ! πολυτέλει πολυτέλειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυτελεί
γεν-δοτ τοῖν  πολυτελείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυτέλεια < πολυτελ(ής) + -εια. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + -τέλεια.  δείτε  πολύς + -τελής (τέλος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυτέλεια, -ας θηλυκό

  1. σπατάλη
  2. πολυτέλεια, μεγαλοπρέπεια
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 40.1
    Ἐπεὶ δὲ τοὺς περὶ αὑτὸν ἑώρα παντάπασιν ἐκτετρυφηκότας καὶ φορτικοὺς ταῖς διαίταις καὶ πολυτελείαις ὄντας, ὥσθ᾽ Ἅγνωνα μὲν τὸν Τήϊον ἀργυροῦς ἐν ταῖς κρηπῖσιν ἥλους φορεῖν, Λεοννάτῳ δὲ πολλαῖς καμήλοις ἀπ᾽ Αἰγύπτου κόνιν εἰς τὰ γυμνάσια παρακομίζεσθαι, Φιλώτᾳ δὲ πρὸς θήρας σταδίων ἑκατὸν αὐλαίας † γεγονέναι, μύρῳ δὲ χρωμένους ἰέναι πρὸς ἄλειμμα καὶ λουτρὸν ὅσῳ ‹πρότερον› οὐδ᾽ ἐλαίῳ, τρίπτας δὲ καὶ κατευναστὰς περιαγομένους,
    Έβλεπε όμως ότι οι άνθρωποι που περιβάλλοντός του είχαν γίνει τρυφηλοί και ενοχλητικοί με τον τρόπο ζωής και τις πολυτέλειές τους. Για παράδειγμα, ο Άγνων από την Τέω είχε στα παπούτσια του ασημένιες πρόκες, ο Λεοννάτος είχε φέρει από την Αίγυπτο με πολλές καμήλες άμμο στα γυμναστήρια και ο Φιλώτας είχε δίχτυα για το κυνήγι εκατό σταδίων· πήγαιναν για άλειμμα και για λουτρό χρησιμοποιώντας τόσο πολύ μύρο όσο προηγουμένως ούτε λάδι δεν είχαν. Έβλεπε ότι περιστοιχίζονταν από υπηρετικό προσωπικό για τρίψιμο και χαλάρωση.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greeklanguage.gr
  3. υψηλό κόστος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία