βιοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βιοτικός | η | βιοτική | το | βιοτικό |
γενική | του | βιοτικού | της | βιοτικής | του | βιοτικού |
αιτιατική | τον | βιοτικό | τη | βιοτική | το | βιοτικό |
κλητική | βιοτικέ | βιοτική | βιοτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βιοτικοί | οι | βιοτικές | τα | βιοτικά |
γενική | των | βιοτικών | των | βιοτικών | των | βιοτικών |
αιτιατική | τους | βιοτικούς | τις | βιοτικές | τα | βιοτικά |
κλητική | βιοτικοί | βιοτικές | βιοτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιοτικός < μεσαιωνική ελληνική βιοτικός < αρχαία ελληνική βίοτος < βίος
Επίθετο
επεξεργασίαβιοτικός, -ή, -ό