βιοτή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοτή | οι | βιοτές |
γενική | της | βιοτής | των | βιοτών |
αιτιατική | τη | βιοτή | τις | βιοτές |
κλητική | βιοτή | βιοτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιοτή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βιοτή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοτή θηλυκό
- (λογοτεχνικό) η ζωή, ο βίος
- οι ανάγκες της ζωής
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βιοτή | αἱ | βιοταί |
γενική | τῆς | βιοτῆς | τῶν | βιοτῶν |
δοτική | τῇ | βιοτῇ | ταῖς | βιοταῖς |
αιτιατική | τὴν | βιοτήν | τὰς | βιοτᾱ́ς |
κλητική ὦ! | βιοτή | βιοταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιοτᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βιοταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιοτή, παράλληλος τύπος του βίοτος < βίος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοτή θηλυκό
- η ζωή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 563-565
- ἀλλά σ’ ἐς Ἠλύσιον πεδίον καὶ πείρατα γαίης / ἀθάνατοι πέμψουσιν, ὅθι ξανθὸς Ῥαδάμανθυς, / τῇ περ ῥηΐστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν.
- → λείπει η μετάφραση
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 563-565
- η επιβίωση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βιοτή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βιοτή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.