βίοτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βίοτος | οἱ | βίοτοι |
γενική | τοῦ | βιότου | τῶν | βιότων |
δοτική | τῷ | βιότῳ | τοῖς | βιότοις |
αιτιατική | τὸν | βίοτον | τοὺς | βιότους |
κλητική ὦ! | βίοτε | βίοτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιότω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βιότοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βίοτος < βίος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβίοτος αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βίοτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βίοτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.