βιοτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βιοτικά | ||
γενική | των | βιοτικών | ||
αιτιατική | τα | βιοτικά | ||
κλητική | βιοτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιοτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βιοτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.o.tiˈka/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα σχετικά με τον βίο
- τα απαραίτητα για τη ζωή και την επιβίωση κάποιου, τα στοιχειώδη, τα χρειαζούμενα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιοτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβιοτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βιοτικό