πολυτελείας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.li.teˈli.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐τε‐λεί‐ας
- τονικό παρώνυμο: πολυτέλειας
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπολυτελείας θηλυκό
- (λόγιο) λόγια μορφή του πολυτέλειας: γενική ενικού του πολυτέλεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπολυτελείας θηλυκό
- γενική ενικού του πολυτέλεια