↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευχέρεια οι ευχέρειες
      γενική της ευχέρειας των ευχερειών
    αιτιατική την ευχέρεια τις ευχέρειες
     κλητική ευχέρεια ευχέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευχέρεια < (ελληνιστική κοινή) εὐχέρεια < εὐχερής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευχέρεια θηλυκό

  • η ικανότητα σε έναν τομέα, η ευκολία / άνεση που έχει κάποιος σε έναν τομέα ή στην εκτέλεση ενός έργου
    αυτό το παιδί έχει ευχέρεια λόγου
    οικονομική ευχέρεια

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία