Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευχέρεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ευχέρει
α
οι
ευχέρει
ες
γενική
της
ευχέρει
ας
των
ευχερει
ών
αιτιατική
την
ευχέρει
α
τις
ευχέρει
ες
κλητική
ευχέρει
α
ευχέρει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευχέρεια
<
(
ελληνιστική κοινή
)
εὐχέρεια
<
εὐχερής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευχέρεια
θηλυκό
η
ικανότητα
σε έναν τομέα, η
ευκολία
/
άνεση
που έχει κάποιος σε έναν τομέα ή στην εκτέλεση ενός έργου
αυτό το παιδί έχει
ευχέρεια
λόγου
οικονομική
ευχέρεια
Αντώνυμα
επεξεργασία
δυσχέρεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευχέρεια
γαλλικά
:
adresse
(fr)
,
aisance
(fr)