Δείτε επίσης: δυσχέρανση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσχέρεια οι δυσχέρειες
      γενική της δυσχέρειας των δυσχερειών
    αιτιατική τη δυσχέρεια τις δυσχέρειες
     κλητική δυσχέρεια δυσχέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσχέρεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσχέρεια < δυσχερής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈsçe.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐σχέ‐ρει‐α
παλιότερος συλλαβισμός: δυσ‐χέ‐ρει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσχέρεια θηλυκό

  1. η αδυναμία ή η δυσκολία δράσης
  2. το εμπόδιο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δυσχέρει αἱ δυσχέρειαι
      γενική τῆς δυσχερείᾱς τῶν δυσχερειῶν
      δοτική τῇ δυσχερεί ταῖς δυσχερείαις
    αιτιατική τὴν δυσχέρειᾰν τὰς δυσχερείᾱς
     κλητική ! δυσχέρει δυσχέρειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δυσχερεί
γεν-δοτ τοῖν  δυσχερείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσχέρεια < δυσχερής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσχέρεια, -ας θηλυκό

  1. (για πρόσωπα) δυστροπία, αποστροφή, αντιπάθεια, έχθρα
  2. (για πράγματα) ενόχληση ή αηδία
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 900 (900-901)
    οὐ δή σε δυσχέρεια τοῦ νοσήματος | ἔπεισεν ὥστε μή μ᾽ ἄγειν ναύτην ἔτι;
    . Δεν πιστεύω να σ᾽ έκαμε το βάρος της αρρώστιας, | που να μη θέλεις πια να με πάρεις μαζί σας στο καράβι.
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 902 (902-903)
    ἅπαντα δυσχέρεια, τὴν αὑτοῦ φύσιν | ὅταν λιπών τις δρᾷ τὰ μὴ προσεικότα.
    Όλα είναι βάρος, όταν, τη γενιά του | προδίδοντας κανείς, πάει να κάμει πράμα που δεν ταιριάζει.
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  3. δυσκολία στην εκτέλεση ενός πράγματος
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 117
    Ἀλλ᾽ ὅμως οὐδὲν ἀγνοοῦντες τῶν προειρημένων ἐνόμιζον τῇ πόλει τῇ τηλικαύτῃ μὲν τὸ μέγεθος, τοιαύτην δ᾽ ἐχούσῃ δόξαν, λυσιτελεῖν καὶ πρέπειν ἁπάσας ὑπομεῖναι τὰς δυσχερείας μᾶλλον ἢ τὴν Λακεδαιμονίων ἀρχήν·
    Και όμως, ενώ οι πατέρες μας δεν αγνοούσαν τίποτε από όσα έχω αναφέρει προηγουμένως, πίστευαν ότι στην πόλη την τόσο μεγάλη στο μέγεθος και με τέτοιο όνομα είναι προς το συμφέρον της μάλλον και της ταιριάζει να υπομείνει όλες αυτές τις δυσκολίες παρά την κυριαρχία των Λακεδαιμονίων.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Φίλιππος, 12
    Ἀλλ᾽ ὅμως ἁπάσας ἐγὼ ταύτας τὰς δυσχερείας ὑπεριδὼν οὕτως ἐπὶ γήρως γέγονα φιλότιμος
    Παρ᾽ όλα αυτά όμως εγώ όλες αυτές τις δυσκολίες τις παράβλεψα και μ᾽ έπιασε τέτοια φιλοδοξία τώρα στα γεράματα,
    Μετάφραση (1967): Στέλλα Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  4. (για επιχειρήματα) δυσκολίες
  5. αηδία, τάση για ναυτία
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 334c
    καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἰατροὶ πάντες ἀπαγορεύουσιν τοῖς ἀσθενοῦσιν μὴ χρῆσθαι ἐλαίῳ ἀλλ᾽ ἢ ὅτι σμικροτάτῳ ἐν τούτοις οἷς μέλλει ἔδεσθαι, ὅσον μόνον τὴν δυσχέρειαν κατασβέσαι τὴν ἐπὶ ταῖς αἰσθήσεσι ταῖς διὰ τῶν ῥινῶν γιγνομένην ἐν τοῖς σιτίοις τε καὶ ὄψοις.
    αυτός είναι ο λόγος που οι γιατροί απαγορεύουν στον άρρωστο το λάδι, μόνο πολύ λίγες σταλαματιές επιτρέπουν στα φαγητά του, ίσα ίσα όσο να σβήνει την αηδία που προξενούν τα φαγητά και τα προσφάγια στην όσφρηση.
    Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία