μεγαλοπρέπεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοπρέπεια < αρχαία ελληνική μεγαλοπρέπεια < μεγαλοπρεπής < μεγάλος + πρέπω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαλοπρέπεια θηλυκό
- το να είναι κανείς (άνθρωπος, οικοδόμημα κ.λπ.) μεγαλοπρεπής, δηλαδή να ακτινοβολεί μεγαλείο και επιβλητικότητα
- Ο όλος χώρος απέκτησε υποβλητική μεγαλοπρέπεια, ενώ τα διάφορα εκθέματα προσέδιδαν σ' αυτόν έντονη αίσθηση θρησκευτικού μυστικισμού. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοπρέπεια