magnificence
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.ɲi.fi.sɑ̃s/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
magnificence | magnificences |
magnificence (fr) θηλυκό
- η λαμπρότητα, η μεγαλοπρέπεια, το μεγαλείο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη magnifique