λαμπρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμπρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαμπρότης από την αιτιατική ενικού «τὴν λαμπρότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε λαμπρ(ός) + -ότητα.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lamˈbɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαμπρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του λαμπρού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαμπρότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λαμπρότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Απόστολος Παπαποστόλου, Το χρώμα, σελ. 26, από Τμήμα Γραφιστικής και Οπτικής επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Προσπέλαση 2020-07-05.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαλαμπρότητα θηλυκό