πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαμπρότητα οι λαμπρότητες
      γενική της λαμπρότητας των λαμπροτήτων
    αιτιατική τη λαμπρότητα τις λαμπρότητες
     κλητική λαμπρότητα λαμπρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαμπρότης από την αιτιατική ενικού «τὴν λαμπρότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε λαμπρ(ός) + -ότητα.[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαμπρότητα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

λαμπρότητα θηλυκό