grandeur
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgrandeur (en)
- το μεγαλείο, η μεγαλοπρέπεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grandeur | grandeurs |
grandeur (fr) θηλυκό
- το μέγεθος
- το μεγαλείο
- η μεγαλοπρέπεια