Ουσιαστικό

επεξεργασία

grandeur (en)

  1. το μεγαλείο, η μεγαλοπρέπεια



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grandeur grandeurs

grandeur (fr) θηλυκό

  1. το μέγεθος
  2. το μεγαλείο
  3. η μεγαλοπρέπεια