Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιβλητικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επιβλητικότητ
α
οι
επιβλητικότητ
ες
γενική
της
επιβλητικότητ
ας
των
επιβλητικοτήτ
ων
αιτιατική
την
επιβλητικότητ
α
τις
επιβλητικότητ
ες
κλητική
επιβλητικότητ
α
επιβλητικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιβλητικότητα
<
καθαρεύουσα
ἐπιβλητικ(ότης)
+
-ότητα
<
επιβλητικ(ός)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.pi.vli.tiˈko.ti.ta
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιβλητικότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
επιβλητικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιβλητικότητα