επιβλητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιβλητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβλητικός (που καταλαβαίνει αμέσως) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική imposant)[1]. Μορφολογικά, επι- + βλητικός. Δείτε βάλλω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.vli.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐βλη‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεπιβλητικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αναβλητικός
- ανυπέρβλητος
- βλητικός
- επιβάλλω
- επιβεβλημένος
- προσβλητικός
- υποβλητικός
- → και δείτε τη λέξη βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιβλητικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιβλητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας