θαυμαστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θαυμαστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαυμαστός ρηματικό επίθετο σε -τος από το ρήμα θαυμάζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θav.maˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θαυ‐μα‐στός
Επίθετο επεξεργασία
θαυμαστός, -ή, -ό
- που προκαλεί και αξίζει το θαυμασμό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαυμαστός
Πηγές επεξεργασία
- θαυμαστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
θαυμαστός, -ή, -όν
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- θαυμαστός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- θαυμαστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαυμαστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.