θαυμαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θαυμαστής < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθαυμαστής αρσενικό, θηλυκό θαυμάστρια
- αυτός που θαυμάζει κάποιο πρόσωπο ή κάτι
- οι θαυμαστές της γνωστής τραγουδίστριας ζητούσαν αυτόγραφα όποτε την έβλεπαν
- είναι θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής τέχνης και του ωραίου γενικώς
- είναι θαυμαστής του ωραίου φύλου
- αυτός που φλερτάρει μια γυναίκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία θαυμαστής
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθαυμαστής